αριστερός, -ή

αριστερός, -ή
αριστερός, -ή και -ά, -ό επίρρ.
1. αυτός που βρίσκεται στο μισό του ανθρώπινου σώματος όπου υπάρχει η καρδιά: Χτύπησα το αριστερό μου χέρι, πόδι κτλ.
2. αυτός που βρίσκεται στο αριστερό χέρι εκείνου που βλέπει: Καθώς πήγαινα τον είδα να στέκεται στο αριστερό πεζοδρόμιο.
3. αυτός που ακολουθεί ιδέες ριζοσπαστικές, επαναστατικές: Θα συμπράξουν στις εκλογές τα αριστερά κόμματα.
4. το θηλ. ως ουσ., η αριστερά το σύνολο των αριστερών κομμάτων: Η αριστερά είναι υπέρ της απλής αναλογικής.
5. αριστερόχειρας, ζερβοχέρης: Είναι από μικρή αριστερή και εμείς δεν την πιέσαμε να ξεσυνηθίσει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀριστερός — left masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριστερός — ή, ό (AM ἀριστερός, ά, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισό μέρος του ανθρώπινου σώματος, που ορίζεται με μία νοητή από κορυφής κάθετη γραμμή και στο οποίο γίνονται αισθητοί οι παλμοί της καρδιάς, ο ζερβός (αντίθετο: δεξιός) 2. αυτός που …   Dictionary of Greek

  • ἀριστερά — ἀριστερός left neut nom/voc/acc pl ἀριστερά̱ , ἀριστερός left fem nom/voc/acc dual ἀριστερά̱ , ἀριστερός left fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστερωτέρων — ἀριστερός left fem gen comp pl ἀριστερός left masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστερῶν — ἀριστερός left fem gen pl ἀριστερός left masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστερόν — ἀριστερός left masc acc sg ἀριστερός left neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστερώτατον — ἀριστερός left masc acc superl sg ἀριστερός left neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριστερίζω — [αριστερός] αποκλίνω προς τα αριστερά, ακολουθώ αριστερές πολιτικές ιδέες και κοινωνιολογικές αρχές …   Dictionary of Greek

  • ἀριστεραῖς — ἀριστερός left fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστεραί — ἀριστερός left fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”