- αριστερός, -ή
- αριστερός, -ή και -ά, -ό επίρρ. -ά1. αυτός που βρίσκεται στο μισό του ανθρώπινου σώματος όπου υπάρχει η καρδιά: Χτύπησα το αριστερό μου χέρι, πόδι κτλ.2. αυτός που βρίσκεται στο αριστερό χέρι εκείνου που βλέπει: Καθώς πήγαινα τον είδα να στέκεται στο αριστερό πεζοδρόμιο.3. αυτός που ακολουθεί ιδέες ριζοσπαστικές, επαναστατικές: Θα συμπράξουν στις εκλογές τα αριστερά κόμματα.4. το θηλ. ως ουσ., η αριστερά το σύνολο των αριστερών κομμάτων: Η αριστερά είναι υπέρ της απλής αναλογικής.5. αριστερόχειρας, ζερβοχέρης: Είναι από μικρή αριστερή και εμείς δεν την πιέσαμε να ξεσυνηθίσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.